χραυτίζω

χραυτίζω
Α
(κατά τον Ησύχ.) (κυρίως το γ' πρόσ. εν. πρτ.) ἐχραύτιζεν
«ἴξευεν».
[ΕΤΥΜΟΛ. Από μορφολογική άποψη, η λ. θα μπορούσε να θεωρηθεί επεκτεταμένος υστερογενής τ. ενεστ. τού ρ. χραύω σε -τίζω (πρβλ. ῥαν-τίζω), η σύνδεση, όμως, αυτή παραμένει δυσερμήνευτη από σημασιολογική άποψη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ἐχραύτιζεν — χραυτίζω imperf ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”